Αναζήτησες τη λέξη "μεταναστεύω" στα Ελληνικά
μεταναστεύω μεταναστεύω (Ρήμα) (ενεστ. με-τα-να-στεύ-ω, αόρ. μετανάστευσα) | 737.mp3 emigroj (Folje) (e tashme e-mi-groj, e kr. thj v. emigrova, | 737.mp3 эмигрировать (Глагол) (ενεστ. э-миг-ри-ро-вать, αόρ. эмигрировал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |