Αναζήτησες τη λέξη "μετανάστης" στα Ελληνικά
μετανάστης μετανάστης (ο) (Ουσιαστικό) (με-τα-νά-στης, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 738.mp3 emigrant (Emër) (e-mi-grant, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 738.mp3 эмигрант (Существительное) (э-миг-рант, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |