Αναζήτησες τη λέξη "μετάλλιο" στα Ελληνικά
μετάλλιο μετάλλιο (το) (Ουσιαστικό) (με-τάλ-λι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 735.mp3 medalje (Emër) (me-dal-je, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 735.mp3 медаль (Существительное) (ме-даль, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |