Αναζήτησες τη λέξη "μεσημέρι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μεσημέρι μεσημέρι (το) (Ουσιαστικό) (με-ση-μέ-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 733.mp3 drekë (Emër) (dre-kë, gj. -ës) | 733.mp3   полдень (Существительное) (пол-день) | 
Αναζήτησες τη λέξη "μεσημέρι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μεσημέρι μεσημέρι (το) (Ουσιαστικό) (με-ση-μέ-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 733.mp3 drekë (Emër) (dre-kë, gj. -ës) | 733.mp3   полдень (Существительное) (пол-день) |