Αναζήτησες τη λέξη "μεροκάματο" στα Ελληνικά

μεροκάματο μεροκάματο (το)

(Ουσιαστικό)

(με-ρο-κά-μα-το, γεν. -ου,
πληθ. -α)

729.mp3 ditë pune

(Emër)

(di-të pu-ne, gj. -ës/ës,
sh. -ët/ët, gj. -ëve/ëve)

729.mp3 дневной заработок

(Существительное)

(днев-ной за-ра-бо-ток)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я