Αναζήτησες τη λέξη "μεροκάματο" στα Ελληνικά
μεροκάματο μεροκάματο (το) (Ουσιαστικό) (με-ρο-κά-μα-το, γεν. -ου, πληθ. -α) | 729.mp3 ditë pune (Emër) (di-të pu-ne, gj. -ës/ës, sh. -ët/ët, gj. -ëve/ëve) | 729.mp3 дневной заработок (Существительное) (днев-ной за-ра-бо-ток) |