Αναζήτησες τη λέξη "μερίδα" στα Ελληνικά μερίδα μερίδα (η) (Ουσιαστικό)(με-ρί-δα, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΔεν πεινούσα και έφαγα τη μισή μερίδα από το φαγητό. Έκοψε το κοτόπουλο σε μερίδες. 727.mp3 pjesë(Emër)(pje-së, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)Shembuj Nuk kisha uri dhe hëngra gjysmën e pjesës nga gjella. Preu pulën në pjesë. 727.mp3 порция(Существительное)(пор-ци-я, γεν. -и,πληθ. -и, γεν. -й)ПримерыЯ не был голоден и съел только половину порции. Она разрезала курицу на порции. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я