Αναζήτησες τη λέξη "μελιτζάνα" στα Ελληνικά
μελιτζάνα μελιτζάνα (η) (Ουσιαστικό) (με-λι-τζά-να, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 724.mp3 patëllxhan (Emër) (pa-tëll-xhan, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) Shembuj | 724.mp3 баклажан (Существительное) (бак-ла-жан, γεν. -а, πληθ. -ы) Примеры |