Αναζήτησες τη λέξη "μελετώ" στα Ελληνικά
μελετώ μελετώ (Ρήμα) (ενεστ. με-λε-τώ, αόρ. μελέτησα, | 721.mp3 studioj (Folje) (e tashme stu-di-oj, e kr. thj v. studiova, | 721.mp3 изучать (Глагол) (ενεστ. и-зу-чать, αόρ. изучил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |