Αναζήτησες τη λέξη "μελανιά" στα Ελληνικά
μελανιά μελανιά (η) (Ουσιαστικό) (με-λα-νιά, γεν. -άς, πληθ. -ές, γεν. -ών) Παραδείγματα | 720.mp3 njollë (Emër) (njo-llë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 720.mp3 синяк (Существительное) (кляк-са, γεν. -ы, πληθ. -ы) |