Αναζήτησες τη λέξη "μεγαλώνω" στα Ελληνικά
μεγαλώνω μεγαλώνω (Ρήμα) (ενεστ. με-γα-λώ-νω, αόρ. μεγάλωσα, | 716.mp3 rritem (Folje) (e tashme rri-tem, e kr. thj v. rrita, | 716.mp3 расти (Глагол) (ενεστ. рас-ти, αόρ. вырос (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |