Αναζήτησες τη λέξη "μαύρος" στα Ελληνικά
μαύρος μαύρος, -η, -ο (Επίθετο) (μαύ-ρος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 713.mp3 (i) zi, (e) zezë (Mbiemër) (i zi, (e, të) zinj - (e,të ) zeza) -nj, -a) | 713.mp3 чёрный, -ая, -ое (Прилагательное) (чёр-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |