Αναζήτησες τη λέξη "μαυρίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαυρίζω μαυρίζω (Ρήμα) (ενεστ. μαυ-ρί-ζω, αόρ. μαύρισα,  Παραδείγματα | 712.mp3 nxij (Folje) (e tashme nxij, e kr. thj v. nxiva,  | 712.mp3   чернить (Глагол) (ενεστ. чер-нить, αόρ. очернил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  Примеры | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!