Αναζήτησες τη λέξη "μαρτυρώ" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαρτυρώ μαρτυρώ (Ρήμα) (ενεστ. μαρ-τυ-ρώ, αόρ. μαρτύρησα,  | 707.mp3 tregoj (Folje) (e tashme tre-goj, e kr. thj v. tregova,  | 707.mp3 свидетельствовать (Глагол) (ενεστ. сви-де-тель-ство-вать, αόρ. засвидетельствовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!