Αναζήτησες τη λέξη "μαρμελάδα" στα Ελληνικά
μαρμελάδα μαρμελάδα (η) (Ουσιαστικό) (μαρ-με-λά-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 706.mp3 marmelatë (Emër) (mar-me-la-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 706.mp3 джем (Существительное) (джем, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |