Αναζήτησες τη λέξη "μαξιλάρι" στα Ελληνικά
μαξιλάρι μαξιλάρι (το) (Ουσιαστικό) (μα-ξι-λά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 704.mp3 jastëk (Emër) (ja-stëk, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 704.mp3 подушка (Существительное) (по-душ-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |