Αναζήτησες τη λέξη "μανταρίνι" στα Ελληνικά
μανταρίνι μανταρίνι (το) (Ουσιαστικό) (μα-ντα-ρί-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 702.mp3 mandarinë (Emër) (ma-nda-ri-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ava) | 702.mp3 мандарин (Существительное) (ман-да-рин, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |