Αναζήτησες τη λέξη "μανάβης" στα Ελληνικά
μανάβης μανάβης (ο) (Ουσιαστικό) (μα-νά-βης, γεν. -η, πληθ. -ηδες, γεν. -ηδων) Παραδείγματα | 699.mp3 perimeshitës (Emër) (pe-ri-me-shi-tës, gj. -it, sh. -it, gj. -sve) | 699.mp3 зеленщик (Существительное) (зе-лен-щик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |