Αναζήτησες τη λέξη "μαλλί" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαλλί μαλλί (το) (Ουσιαστικό) (μαλ-λί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) | 695.mp3 lesh (Emër) (lesh, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 695.mp3   волосы (Существительное) (во-ло-сы) | 
Αναζήτησες τη λέξη "μαλλί" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαλλί μαλλί (το) (Ουσιαστικό) (μαλ-λί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) | 695.mp3 lesh (Emër) (lesh, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 695.mp3   волосы (Существительное) (во-ло-сы) |