Αναζήτησες τη λέξη "μαλακώνω" στα Ελληνικά
μαλακώνω μαλακώνω (Ρήμα) (ενεστ. μα-λα-κώ-νω, αόρ. μαλάκωσα, | 694.mp3 zbut (Folje) (e tashme zbut, e kr. thj v. zbuta, | 694.mp3 смягчать (Глагол) (ενεστ. смяг-чать, αόρ. смягчился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), |