Αναζήτησες τη λέξη "μαλακός" στα Ελληνικά
μαλακός μαλακός, -ή/-ιά, -ό (Επίθετο) (μα-λα-κός, γεν. -ού, -ής/-άς, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 693.mp3 i butë (Emër) ( i bu-të) | 693.mp3 мягкий, -ая, -ое (Прилагательное) (мяг-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |