Αναζήτησες τη λέξη "μακαρόνι" στα Ελληνικά μακαρόνι μακαρόνι (το) (Ουσιαστικό)(μα-κα-ρό-νι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΤα μακαρόνια με κιμά είναι το αγαπημένο μου φαγητό. Τα μακαρόνια έβρασαν πολύ και δεν τρώγονταν. Σήμερα θα φάμε μακαρόνια. 692.mp3 makarona(Emër)(ma-ka-ro-na,sh. -at, gj. -ave)ShembujMakaronat me mish të grirë janë gjella ime e dashur. Makaronat zien shumë dhe nuk haheshin. Sot do të hamë makarona. 692.mp3 макароны(Существительное)(ма-ка-ро-ны)ПримерыМакароны с фаршем - моё любимое блюдо. Макароны были переваренные, их невозможно было есть. Сегодня мы будем кушать макароны. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я