Αναζήτησες τη λέξη "μαθητής" στα Ελληνικά
μαθητής μαθητής (ο) (Ουσιαστικό) (μα-θη-τής, γεν. -ή, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 690.mp3 nxënës (Emër) (nxë-nës, gj. -it, sh. -it, gj. -sve) | 690.mp3 ученик (Существительное) (у-че-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |