Αναζήτησες τη λέξη "μαθαίνω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαθαίνω μαθαίνω (Ρήμα) (ενεστ. μα-θαί-νω, αόρ. έμαθα,  | 687.mp3 mësoj (Folje) (e tashme më-soj, e kr. thj v. mësova,  | 687.mp3 учить (Глагол) (ενεστ. у-чить, αόρ. выучил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!