Αναζήτησες τη λέξη "μαζεύω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαζεύω μαζεύω (Ρήμα) (ενεστ. μα-ζεύ-ω, αόρ. μάζεψα,  | 686.mp3 mbledh (Folje) (e tashme mbledh, e kr. thj v. mblodha,  | 686.mp3 собирать (Глагол) (ενεστ. со-би-рать, αόρ. собрал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  Примеры
 | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!