Αναζήτησες τη λέξη "μαγνητίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μαγνητίζω μαγνητίζω (Ρήμα) (ενεστ. μα-γνη-τί-ζω, αόρ. μαγνήτισα,  | 684.mp3 magnetizoj (Folje) (e tashme ma-gne-ti-zoj, e kr. thj v. magnetizova,  | 684.mp3   намагничивать (Глагол) (ενεστ. на-маг-ни-чи-вать, αόρ. намагнитил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!