Αναζήτησες τη λέξη "μαγιό" στα Ελληνικά μαγιό μαγιό (το) (Ουσιαστικό)(μα-γιό)ΠαραδείγματαΦόρεσα το μαγιό μου και βούτηξα στην πισίνα. Αγόρασα ένα κόκκινο μαγιό. 683.mp3 rroba banje(Emër/Emër)(rro-ba ba-nje)ShembujVesha rrobat e mia të banjes dhe u zhyta në pishinë. Bleva rroba banje të kuqe. 683.mp3 купальник(Существительное)(ку-паль-ник, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыЯ надела свой купальник и нырнула в бассейн. Я купила красный купальник. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я