Αναζήτησες τη λέξη "μαγαζί" στα Ελληνικά
μαγαζί μαγαζί (το) (Ουσιαστικό) (μα-γα-ζί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) | 681.mp3 dyqan (Emër) (dy-qan, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 681.mp3 магазин (Существительное) (ма-га-зин, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) Примеры
|