Αναζήτησες τη λέξη "μαγαζί" στα Ελληνικά

μαγαζί μαγαζί (το)

(Ουσιαστικό)

(μα-γα-ζί, γεν. -ιού,
πληθ. -ιά, γεν. -ιών)

681.mp3 dyqan

(Emër)

(dy-qan, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

681.mp3 магазин

(Существительное)

(ма-га-зин, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я