Αναζήτησες τη λέξη "μήκος" στα Ελληνικά

μήκος μήκος (το)

(Ουσιαστικό)

(μή-κος, γεν. -ους,
πληθ. -η, γεν. -ών)

746.mp3 gjatësi

(Emër)

(gja-të-si, gj. -së,
sh. -të, gj. -ive)

746.mp3 длина

(Существительное)

(дли-на, γεν. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я