Αναζήτησες τη λέξη "μήκος" στα Ελληνικά μήκος μήκος (το) (Ουσιαστικό)(μή-κος, γεν. -ους,πληθ. -η, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΒάδιζε κατά μήκος του διαδρόμου. Κόντυνα το μήκος του παντελονιού. Το μήκος του χαλιού είναι τρία μέτρα. 746.mp3 gjatësi(Emër)(gja-të-si, gj. -së,sh. -të, gj. -ive)ShembujEcte përgjatë korridorit. Shkurtova gjatësinë e pantallonave. Gjatësia e qilimit është tre metra. 746.mp3 длина(Существительное)(дли-на, γεν. -ы)ПримерыОн шагал вдоль коридора. Я укоротила длину брюк. Длина ковра - три метра. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я