Αναζήτησες τη λέξη "μέτρο" στα Ελληνικά

μέτρο μέτρο (το)

(Ουσιαστικό)

(μέ-τρο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

743.mp3 masë
audio/mp3/al/other/743b.mp3 metër

(Emër)

(ma-së/me-tër, gj. -ës/it,
sh. -at/at, gj. -ave/ave)

743.mp3 мера
audio/mp3/ru/other/743b.mp3 метр

(Существительное)

(ме-ра, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я