Αναζήτησες τη λέξη "μέτρημα" στα Ελληνικά
μέτρημα μέτρημα (το) (Ουσιαστικό) (μέ-τρη-μα, γεν. -ατος) | 742.mp3 numërim (Emër) (nu-më-rim/ma-the, gj. -it/es, sh. -et/et, gj. -eve/eve) | 742.mp3 подсчёт (Существительное) (под-счёт, γεν. -а) |
Αναζήτησες τη λέξη "μέτρημα" στα Ελληνικά
μέτρημα μέτρημα (το) (Ουσιαστικό) (μέ-τρη-μα, γεν. -ατος) | 742.mp3 numërim (Emër) (nu-më-rim/ma-the, gj. -it/es, sh. -et/et, gj. -eve/eve) | 742.mp3 подсчёт (Существительное) (под-счёт, γεν. -а) |