Αναζήτησες τη λέξη "μέταλλο" στα Ελληνικά
μέταλλο μέταλλο (το) (Ουσιαστικό) (μέ-ταλ-λο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 736.mp3 metal (Emër) (me-tal, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 736.mp3 металл (Существительное) (ме-талл, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |