Αναζήτησες τη λέξη "μέρος" στα Ελληνικά

μέρος μέρος (το)

(Ουσιαστικό)

(μέ-ρος, γεν. -ους,
πληθ. -η, γεν. -ών)

731.mp3 pjesë
audio/mp3/al/other/731b.mp3 anë

(Emër/Emër)

(pje-së/a-në)

731.mp3 часть
audio/mp3/ru/other/731b.mp3 сторона

(Существительное)

(часть, γεν. -и,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я