Αναζήτησες τη λέξη "μένω" στα Ελληνικά
μένω μένω (Ρήμα) (ενεστ. μέ-νω, αόρ. έμεινα) | 725.mp3 banoj (Folje) (e tashme ba-noj, e kr. thj v. banova, | 725.mp3 оставаться (Глагол) (ενεστ. ос-та-вать-ся, αόρ. остался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |
Αναζήτησες τη λέξη "μένω" στα Ελληνικά
μένω μένω (Ρήμα) (ενεστ. μέ-νω, αόρ. έμεινα) | 725.mp3 banoj (Folje) (e tashme ba-noj, e kr. thj v. banova, | 725.mp3 оставаться (Глагол) (ενεστ. ос-та-вать-ся, αόρ. остался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |