Αναζήτησες τη λέξη "μέθοδος" στα Ελληνικά
μέθοδος μέθοδος (η) (Ουσιαστικό) (μέ-θο-δος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 717.mp3 metodë (Emër) (me-to-dë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 717.mp3 метод (Существительное) (ме-тод, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |