Αναζήτησες τη λέξη "μάστορας" στα Ελληνικά
μάστορας μάστορας (ο) (Ουσιαστικό) (μά-στο-ρας, γεν. -α, πληθ. -οι, -ες, γεν. -ων) | 710.mp3 mjeshtër (Emër/Emër) (mje-shtër/u-sta) | 710.mp3 мастер (Существительное) (мас-тер, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |