Αναζήτησες τη λέξη "μάσκα" στα Ελληνικά μάσκα μάσκα (η) (Ουσιαστικό)(μά-σκα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΦορούσε μάσκα και δεν τον αναγνώρισε κανείς. Οι ληστές φορούσαν μάσκες. 709.mp3 maskë(Emër)(ma-skë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujVishte maskë dhe askush nuk e njohu. Hajdutët mbanin maska. 709.mp3 маска(Существительное)(мас-ка, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыНа нём была маска и его никто не узнал. На грабителях были маски. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я