Αναζήτησες τη λέξη "μάσημα" στα Ελληνικά μάσημα μάσημα (το) (Ουσιαστικό)(μά-ση-μα, γεν. -ατος)ΠαραδείγματαΤο κρέας θέλει καλό μάσημα. Τα δόντια βοηθούν στο μάσημα της τροφής. 708.mp3 përtypje(Emër)(për-ty-pje, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujMishi do përtypje të mirë. Dhëmbët ndihmojnë në përtypjen e ushqimit. 708.mp3 жевание(Существительное)(же-ва-ни-е, γεν. -я)ПримерыМясо требует тщательного пережёвывания. Зубы помогают в пережёвывании пищи. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я