Αναζήτησες τη λέξη "μάντρα" στα Ελληνικά
μάντρα μάντρα (η) (Ουσιαστικό) (μά-ντρα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 703.mp3 mandër (Emër) (ma-ndër, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 703.mp3 загон (Существительное) (за-гон, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "μάντρα" στα Ελληνικά
μάντρα μάντρα (η) (Ουσιαστικό) (μά-ντρα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 703.mp3 mandër (Emër) (ma-ndër, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 703.mp3 загон (Существительное) (за-гон, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |