Αναζήτησες τη λέξη "μάλλινος" στα Ελληνικά
μάλλινος μάλλινος, -η, -ο (Επίθετο) (μάλ-λι-νος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 696.mp3 (i,e) leshtë (Mbiemër) ((i,e) lesh-të, (e,të) -ë, -a) | 696.mp3 шерстяной, -ая, -ое (Прилагательное) (шер-стя-ной, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |