Αναζήτησες τη λέξη "μάθημα" στα Ελληνικά
μάθημα μάθημα (το) (Ουσιαστικό) (μά-θη-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 688.mp3 mësim (Emër) (më-sim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 688.mp3 урок (Существительное) (у-рок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |