Αναζήτησες τη λέξη "μάγουλο" στα Ελληνικά μάγουλο μάγουλο (το) (Ουσιαστικό)(μά-γου-λο, γεν. -ου,πληθ. -α)ΠαραδείγματαΚοκκινίζουν τα μάγουλά του από τη ζέστη. Ντράπηκε τόσο πολύ, που κοκκίνησαν τα μάγουλά του. 685.mp3 faqe(Emër)(fa-qe, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujSkuqen faqet nga të nxehtit. Pati aq shumë turp, sa u skuqën faqet e tij. 685.mp3 щека(Существительное)(ще-ка, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыЕго щёки краснеют от жары. Он так засмущался, что у него покраснели щёки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я