Αναζήτησες τη λέξη "μάγειρας" στα Ελληνικά
μάγειρας μάγειρας (ο) (Ουσιαστικό) (μά-γει-ρας, γεν. -α, πληθ. -οι, -ες, γεν. -ων) | 682.mp3 kuzhinier (Emër) (ku-zhi-ni-er, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 682.mp3 повар (Существительное) (по-вар, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |