Αναζήτησες τη λέξη "λυτός" στα Ελληνικά
λυτός λυτός, -ή, -ό (Επίθετο) (λυτός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 679.mp3 i zgjidhur (Emër) (i zgji-dhur) | 679.mp3 развязанный, -ая, -ое (Прилагательное) (раз-вя-зан-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |