Αναζήτησες τη λέξη "λούζω" στα Ελληνικά
λούζω λούζω (Ρήμα) (ενεστ. λού-ζω, αόρ. έλουσα, Παραδείγματα | 672.mp3 laj (Folje) (e tashme laj, e kr. thj v. lava, Shembuj | 672.mp3 мыть (Глагол) (ενεστ. мыть, αόρ. помыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |