Αναζήτησες τη λέξη "λουλούδι" στα Ελληνικά
λουλούδι λουλούδι (το) (Ουσιαστικό) (λου-λού-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 676.mp3 lule (Emër) (lu-le, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) Shembuj
| 676.mp3 цветок (Существительное) (цве-ток, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |