Αναζήτησες τη λέξη "λουκούμι" στα Ελληνικά
λουκούμι λουκούμι (το) (Ουσιαστικό) (λου-κού-μι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 675.mp3 llokum (Emër) (llo-kum, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 675.mp3 лакомство (Существительное) (ла-ком-ство, γεν. -а, πληθ. -а) |