Αναζήτησες τη λέξη "λουκέτο" στα Ελληνικά λουκέτο λουκέτο (το) (Ουσιαστικό)(λου-κέ-το, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΚλειδώνω με λουκέτο το ποδήλατό του. Έβαλα λουκέτο στην πόρτα. 674.mp3 dry(Emër)(dry, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujKyç me dry biçikletën e tij. Vura dry në derë. 674.mp3 замок(Существительное)(за-мок, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыСвой велосипед я запираю на замок. Я повесил висячий замок на дверь. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я