Αναζήτησες τη λέξη "λοξός" στα Ελληνικά
λοξός λοξός, -ή, -ό (Επίθετο) (λο-ξός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 671.mp3 (i,e) tërthortë (Mbiemër) ((i,e) tër-thor-të, (e,të) -ë, -a) | 671.mp3 косой, -ая, -ое (Прилагательное) (ко-сой, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |