Αναζήτησες τη λέξη "λογαριάζω" στα Ελληνικά

λογαριάζω λογαριάζω

(Ρήμα)

(ενεστ. λο-γα-ριά-ζω, αόρ. λογάριασα)

668.mp3 llogaris

(Folje)

(e tashme llo-ga-ris, e kr. thj v. llogarita,
e kr. thj. jov. u llogarita, pjesore llogaritur)

668.mp3 считать

(Глагол)

(ενεστ. счи-тать, αόρ. посчитал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. μτχ. посчитанный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я