Αναζήτησες τη λέξη "λιώνω" στα Ελληνικά

λιώνω λιώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. λιώ-νω, αόρ. έλιωσα,
παθ. μτχ. λιωμένος)

667.mp3 shkrij

(Folje)

(e tashme shkrij, e kr. thj v. shkriva,
e kr. thj. jov. u shkriva, pjesore shkrirë)

667.mp3 таять

(Глагол)

(ενεστ. та-ять, αόρ. растаял (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. μτχ. растаявший)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я